αισθητής

αισθητής
ο (Α αἰσθητής)
1. (στον Πλάτωνα) αυτός που αισθάνεται, που νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι
2. (στον Καβάφη) η λ. σημαίνει άνθρωπος με καλλιτεχνική ευαισθησία, εραστής τού ωραίου («Κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων μάγων»)
3. στη Νεοελληνική η λέξη δηλώνει γενικότερα τον οπαδό τού ρεύματος τού λογοτεχνικού αισθητισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. που χρησιμοποιεί ο Πλάτων < αἰσθάνομαι. Στον Καβάφη και στη γενικότερη χρήση της στη Νεοελληνική αποτελεί πιθανώς απόδοση τού γαλλ. esthete, ο «εστέτ», που πλάστηκε στα Γαλλικά από τον Goncourt το 1882 από το αρχ. ελλην. αἰσθητής
εν τοιαύτη περιπτώσει πρόκειται για αντιδάνειο τής Ν. Ελληνικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αἰσθητής — one who perceives masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητῆς — αἰσθητός sensible fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθηταῖς — αἰσθητής one who perceives masc dat pl αἰσθητός sensible fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθηταί — αἰσθητής one who perceives masc nom/voc pl αἰσθητός sensible fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητοῦ — αἰσθητής one who perceives masc gen sg αἰσθητός sensible masc/neut gen sg αἰσθητός sensible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητῇ — αἰσθητής one who perceives masc dat sg (attic epic ionic) αἰσθητός sensible fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητήν — αἰσθητής one who perceives masc acc sg (attic epic ionic) αἰσθητός sensible fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητῶν — αἰσθητής one who perceives masc gen pl αἰσθητός sensible fem gen pl αἰσθητός sensible masc/neut gen pl αἰσθητός sensible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητά — αἰσθητά̱ , αἰσθητής one who perceives masc nom/voc/acc dual αἰσθητής one who perceives masc voc sg αἰσθητής one who perceives masc nom sg (epic) αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc pl αἰσθητά̱ , αἰσθητός sensible fem nom/voc/acc dual αἰσθητά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητάς — αἰσθητά̱ς , αἰσθητής one who perceives masc acc pl αἰσθητά̱ς , αἰσθητής one who perceives masc nom sg (epic doric aeolic) αἰσθητά̱ς , αἰσθητός sensible fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”